νικελώνω

νικελώνω
επικαλύπτω επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου με στρώμα νικελίου, επινικελώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. νικελῶ, -όω, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νικελώνω — νικέλωσα, νικελώθηκα, νικελωμένος, καλύπτω κάτι με λεπτό στρώμα νικελίου, αλλ. επινικελώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικέλωμα — το επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, επινικέλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικελώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • νικέλωση — η [νικελώνω] νικέλωμα …   Dictionary of Greek

  • επινικελώνω — επινικέλωσα, επινικελώθηκα, επινικελωμένος, μτβ., επικαλύπτω μεταλλική επιφάνεια με λεπτό στρώμα από νικέλιο, νικελώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”